top of page

Διπλό ἀνοικτό σμῆνος τοῦ Περσέα

 Ἕνα ἀπό τά ὀμορφότερα ἀντικείμενα τοῦ οὐρανοῦ. Ὁρατά μέ γυμνό μάτι σέ σκοτεινούς οὐρανούς, φαντασμαγορικό μέ κυάλια ἡ μικρά τηλεσκόπια. Κάθε ἕνα ἀπό αὐτά ἔχει διάμετρο περίπου μισή μοίρα.  Σέ ἀπόσταση περίπου 7.000 ἐτῶν φωτός, εἶναι καί τά δύο νεαρά σέ ἡλικία. Τό NGC 869 ἔχει ἡλικία 5,6 ἐκατομύρια ἔτη, ἐνῶ τό NGC 884 μόλις 3,2 ἐκατομύρια ἔτη (γιά σύκριση ἡ ἡλικία τῶν πλειάδων ἐκτείνεται ἀπό 75 ἕως 150 ἐκατομύρια ἔτη). Εἶναι γνωστά ἴσως καί ἀπό τήν προϊστορική ἐποχή, ὁ ΙΙππαρχος ὅμως ἦταν ὁ πρῶτος πού τά κατηγοριοποίησε (130 πΧ).

                        

 Ἀνήκουν στόν ἀστερισμό τοῦ Περσέα. Ἐπειδή στήν ἱστορία τοῦ Περσέα ἐμπλέκονται τέσσερις ἀπό τοῦ γνωστότερους ἀστερισμούς (ἀστερισμός τοῦ Περσέα, τῆς Ἀνδρομέδας, τῆς Κασσιόπης καί τοῦ Περσέα) τοῦ οὐρανοῦ, θά ἀναφερθῶ ἐδῶ στήν μυθολογία τους.

 

 

Γενικά γιά τόν ἀστερισμό τοῦ Περσέα

 

 

Εἶναι ἐμφανής ἀστερισμός στό βόρειο ἡμισφαίριο σχεδόν ὅλο τό χρόνο (ἀπό τόν Αὔγουστο μέχρι καί τόν Ἀπρίλιο). Λαμπρότερος ἀστέρας εἶναι ὁ α Perseus, μέ φαινόμενο μέγεθος +1,79. Εἶναι γνωστός μέ τό ὄνομα Mirfak.

 

Ὁ Algol ἡ β Perseus εἶναι μεταβλητός σέ μέγεθος +2,1 ἕως +3,3 κάθε 2,86 ἡμέρες.

 

Τό διπλό σμῆνος τοῦ Περσέως ("Double Cluster"), εἶναι ὁρατό καί μέ γυμνό μάτι (NGC 869 καί 884). Τό πλάτος τοῦ κάθε σμήνους ἔχει μέγεθος περίπου 18 λεπτῶν τοῦ τόξου. Εἶναι τό πιό ὄμορφο θέαμα τοῦ ἀστερισμοῦ. Δύο ἄλλα ἀνοικτά ἀστρικά σμήνη στόν Περσέα εἶναι τά ἕκτου μεγέθους NGC 1528 καί 1545, ἀμφότερα σέ ἀπόσταση 2.600 ἐτῶν φωτός ἀπό τή Γῆ.

 

Τό νεφέλωμα NGC 1499 εἶναι γνωστό καί ὡς «Νεφέλωμα Καλιφόρνια» ("California Nebula") ἀπό τήν ὁμοιότητα τοῦ σχήματός του μέ τήν ὁμώνυμη πολιτεία τῶν ΗΠΑ. Τό μῆκος του στά 145 λεπτά καί τό πλάτος του στά 40 λεπτά (περίπου 100 ἐπί 20 ἔτη φωτός στήν ἐκτιμώμενη ἀπόσταση τῶν περίπου 2.000 ἐτῶν φωτός ἀπό τή Γῆ), φωτίζεται ἀμυδρά ἀπό τόν χ Perseus (4ου μεγέθους).

 

- Τό πλανητικό νεφέλωμα Μ76 (NGC 650) εἶναι γνωστό ὡς «Μικρός Ἀλτήρας» (ὁ «Ἀλτήρας» εἶναι τό Μ27 στηνΑλώπεκα) ("Little Dumbbell Nebula" ἤ "Barbell Nebula"). Τό φαινόμενο μέγεθός τοῦ εἶναι +10,1. Εἶναι γνωστό ὡς νεφέλωμα Cork, ἔχει δύο ἀριθμούς NGC, γεγονός πού ὀφείλεται στή διπλή τοξοτή δομή του.

 

Τό ἀνοικτό σμῆνος ἀστέρων Μ34, εἶναι ὁρατό καί μέ γυμνό μάτι. Ἔχει φαινόμενο μέγεθος 5,2 καί φαινόμενη διάσταση 35 λεπτῶν (πλατύ ὅσο σχεδόν καί ἡ σελήνη). Διαθέτει 75 ὡς 80 ἀστέρες. Μέ ἕνα τηλεσκόπιο 200 χιλιοστῶν φαίνονται ἀρκετές ἀστρικές ἁλυσίδες καί ἀρκετά διπλά ἀστέρια.  Ἀπέχει ἀπό τή Γῆ 1.400 ἔτη φωτός

 Τεχνικά στοιχεῖα τῆς φωτογραφίας

Τηλεσκόπιο :  TS Optics 65 mm
Βάση στήριξης  :  NEQ6
Κάμερα  :  Orion Starshoot Color II plus

Λήψεις  :  18 x 10 min
Σκύρος, Αὔγουστος 2012

 

 

Περσέας

 

Μυθολογία

 

Ἐπειδὴ στὴν ἱστορία τοῦ Περσέα ἐμπλέκονται πολλὰ πρόσωπα καὶ μύθοι , θεώρησα καλύτερο νὰ τὴ χωρίσω σὲ τμήματα, ὥστε νὰ εἶναι πλέον προσιτὴ ἡ ἀνάγνωση της.

 

Δαναΐδες

 

Ὁ Δαναὸς καὶ ὁ Αἴγυπτος ἦταν δίδυμοι ἀδελφοί, γιοὶ τοῦ βασιλιὰ τῆς Αἰγύπτου Βήλου. Ὁ Βῆλος πρὶν πεθάνει ὅρισε τὸ Δαναὸ ὡς βασιλιὰ τῆς Λιβύης καὶ τὸν Αἴγυπτο βασιλιὰ τῆς σημερινῆς Ἀραβίας τὴν ὁποία καὶ ὀνόμασε Αἴγυπτο. Ὁ Δαναὸς μὲ δέκα διαφορετικὲς γυναῖκες ἔκανε πενήντα κόρες, τὶς Δαναΐδες, ἐνῶ ὁ Αἴγυπτος πενήντα γιούς, τοὺς Ἀιγυπτιάδες. Ὁ Δαναός, ἐπειδὴ φοβόταν τοὺς πενήντα Ἀιγυπτιάδες, πῆρε τίς πενήντα κόρες του σὲ ἕνα πλοῖο, καὶ ἀρχικὰ κατέπλευσε στὴ Λίνδο τῆς Ρόδου (κατὰ μία παράδοση τρεῖς ἀπὸ αὐτὲς ἔμειναν γιὰ πάντα στὴ Λίνδο) καὶ στὴ συνέχεια ἔφτασε στὸ Ἄργος. Ἀμέσως μετὰ ὅμως κατέφθασαν στὸ Ἄργος καὶ οἱ πενήντα γιοὶ τοῦ Αἰγὐπτου.  Ὁ Δαναὸς ἔδωσε μὲ κλῆρο τὴ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς κόρες του σὲ κάθε ἕνα Ἀιγυπτιάδα, μὲ ἐντολὴ ὅμως τὴν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου τους νὰ τοὺς σκοτώσουν μὲ ἕνα μαχαίρι ποὺ ἤδη εἶχε δώσει στὴ καθεμιά τους, ὅπως καὶ ἔγινε, μὲ μόνη ἐξαίρεση τὴν Ὑπερμήστρα, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἐρωτεύτηκε τὸ σύζυγο της Λυγκέα. Ἡ τιμωρία της ἦταν νὰ φυλακιστεῖ ἀπὸ τὸν Δαναό, ὅμως τὴν ἐλευθέρωσε στὴ συνέχεια ἡ θεά τοῦ ἔρωτα Ἀφροδίτη. Κατὰ ἕνα νεώτερο μύθο, ὁ Λυγκέας διαδεχόμενος τὸ Δαναὸ, σκοτώνει αὐτὸν καὶ τὶς θυγατέρες του. Κατὰ ἄλλον μεθύστερο μύθο, οἱ Δαναΐδες καταδικάζονται νὰ μεταφέρουν στὰ Τάρταρα νερὸ σὲ ἕνα πιθάρι μὲ τρύπες (τετριμένον πίθον, ὁ πίθος τῶν Δαναϊδων).  Τὸ ἀπώτερο νόημα τοῦ μύθου αὐτοῦ ἦταν ὅτι ὡς νύμφες τῶν νερῶν, δίδαξαν τοὺς Ἀργείους πὼς νὰ ἀνοίγουν πηγάδια καὶ ἔτσι νὰ καταστήσουν τὴν Ἀργεία πεδιάδα εὔφορη.

 

Ἀκρίσιος, Προῖτος καὶ Δανάη

 

Ἡ ἕνωση τοῦ γιοῦ τοῦ Αἰγύπτου Λυγκέα  μὲ τὴν Δαναΐδα Ὑπερμνήστρα, ἀπέδωσε σὰν γιὸ τους τὸν  Ἄβαντα, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μὲ τὴν Ἀγλαΐα, δύο τέκνα τὸν Ἀκρίσιο καὶ τὸν Προῖτο. Ὁ Ἀκρίσιος καί ὁ Προῖτος ἦταν δύο, ἐχθρικὰ τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, δίδυμα ἀδέλφια ποὺ μάλωναν ἤδη ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας τους.  Ἤθελαν καὶ οἱ δύο νὰ κυριαρχήσουν στὸ Ἄργος.  Ἔγινε μάλιστα καὶ ἡ μάχη ποὺ θὰ ἔκρινε τὸ νικητὴ (στὸ δρόμο ἀπὸ τὸ Ἄργος στὴν Ἐπίδαυρο ὑπῆρχε ἕνας γιγάντιος τάφος σὲ σχῆμα πυραμίδας στολισμένη μὲ στρογγυλὲς ἀσπίδες. Αὐτὸς ὁ τάφος ἦταν τὸ μνημεῖο τοῦ φημισμένου πολέμου τῶν δύο ἀδελφῶν), ὅμως δὲν νίκησε κανεὶς τους. Ἔτσι ὁ ἕνας  (ὁ Ἀκρίσιος) ἀνέλαβε τὸ Ἄργος καὶ ὁ ἄλλος (ὁ Προῖτος) τὴν Τίρυνθα.

Κατὰ ἄλλη ἐκδοχὴ νίκησε ὁ Προῖτος, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια μετέβη στὴν Λυκία (στὴ σημερινὴ Μικρὰ Ἀσία). Ἐκεῖ πῆρε γιὰ γυναίκα του τὴ κόρη τοῦ βασιλιὰ τὴν  Ἄντεια ἡ Σθενέβοια ποὺ ἔγινε γνωστὴ γιὰ τὸν ἔρωτα της μὲ τὸν ἥρωα Βελερεφόντη.  Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴ Τίρυνθο, ὅπου μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἑπτὰ κυκλώπων ἔκτισε τά τείχη της. Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ὁ Προῖτος ἦταν ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ τῆς Δανάης δὲν φαίνεται νὰ ἴσχυε. Ἔτσι ὑπερίσχυσε ἡ διήγηση τῆς ἀγάπης τοῦ Δία γιὰ τὴν πανέμορφη Δανάη, κόρη τοῦ Ἀκρισίου.

Κατὰ ἄλλη ἐκδοχή, ὁ Ἀκρίσιος νικᾶ καὶ ἐκδιώκει τὸν ἀδελφὸ του ἀπὸ τὸ Ἄργος, ὅπου μὲ τὴ σειρὰ του αὐτὸς ἀποσύρεται στὴ Λυκία, κοντὰ στὸ βασιλιὰ της Ιόβατο ἡ Ἀμφιάνακτα. Ἐκεῖ παντρεύεται τὴ κόρη του τῆν Ἄντεια ἡ Σθενέβοια.  Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πεθεροῦ του ποὺ τοῦ δίνει πολεμιστὲς τῆς Λυκίας, ἐπανέρχεται στὰ πάτρια ἐδάφη, ὅπου ἀνακαταλαμβάνει τὴν Τύρινθα. Μάλιστα μὲ τὴ βοήθεια τῶν κυκλώπων τὴν ὀχυρώνει μὲ τὰ κυκλώπεια τείχη της. Ὁ μῦθος τῶν δύο θυγατέρων του, τῆς Λυσσίπης καὶ τῆς Ἰφιανάσης (Προιτίδων) ἔγινε γνωστός. Αὐτὲς ἐπειδὴ ἔδειξαν περιφρόνηση πρὸς τὸν Διόνυσο ἤ τὴν Ἤρα, ἔμελλαν νὰ τιμωρηθοῦν σκληρὰ γι’ αὐτό. Τὶς ζητοῦσαν πολλοὶ μνηστῆρες σὲ γάμο, ὅταν ὅμως ἔφτασε ἡ ὥρα, κατελήφθησαν ἀπὸ πανικὸ καὶ μανία καὶ σὲ πλήρη παραφροσύνη διέτρεχαν ἡμίγυμνες τὴν Πελοπόννησο. Ὁ Προῖτος ἐπισκέπτεται τὸν Μελάμπου γιὸ τοῦ Ἀμυθάονα, διάσημο μάντη ποὺ γνώριζε ἀπὸ φάρμακα καὶ καθαρμοὺς καὶ ζητᾶ τὴν βοήθεια του.  Αὐτὸς ζητᾶ γιὰ ἀνταμοιβὴ τὸ ἕνα τρίτο τοῦ βασιλείου του καὶ ὁ Προῖτος ἀρνεῖται. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ κατάσταση τῶν θυγατέρων του χειροτερεύει ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ προσλαμβάνονται ἀπὸ τὴν ἴδια μανία καὶ ἄλλες γυναῖκες τοῦ βασιλείου του, ἐπανέρχεται στὸ μάντη.  Αὐτὸς τοῦ ζητᾶ ἀκόμα ἕνα τρίτο τοῦ βασιλείου του γιὰ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Βίαντα. Ὁ Προῖτος, ἄν καὶ δὲν τὸ θέλει, δέχεται. Ἔτσι ὁ μάντης τὶς κυνηγᾶ, προπορευόμενος ἑνός ὁμίλου νεαρῶν πού ἐπηρεασμένοι ἀπό τὸν Βάκχο κραυγάζουν χορεύοντας  φρενητιώδεις χορούς, καὶ τὶς θεραπεύει διᾶ καθάρσεως. Ἔτσι οἱ Προιτήδες, βρίσκουν τὰ λογικὰ τους  καί ἡ μία παντρεύεται τὸν Μελάμπονα καί ἡ ἄλλη τὸν Βίαντα. Ἄν καὶ ἀστήρικτη καὶ τολμηρή ἑρμηνεία, ἐν τούτοις ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ἐδῶ, ὅτι ἡ περιπετειώδης περιπλάνηση τῶν δύο θυγατέρων, παραπέμπει στὶς φάσεις τῆς σελήνης. Ὁ μῦθος αὐτὸς δείχνει περισσότερο τὸ εἶδος καὶ τὴν δύναμη τῆς λατρείας καὶ τῶν τελετῶν τοῦ Διονύσου γιὰ τὴν ἀποπλάνηση ἡ τήν κάθαρση τῶν ψυχῶν.

 

Ἡ γέννηση καί ἡ ἀποπομπή τοῦ Περσέα καί τῆς Δανάης.

 

Μετὰ τὴ γέννηση τῆς Δανάης, ὁ Ἀκρίσιος ποὺ ἤθελε καὶ γιό, μεταβαίνει σὲ μαντεῖο γιὰ νὰ ρωτήσει ἄν ποτὲ θὰ ἀποκτήσει γιό. Ἀντ' αὐτοῦ ἔλαβε σὰν ἀπάντηση ὅτι ἡ κόρη του θὰ ἀποκτοῦσε ὀνομαστὸ γιό, ὁ ὁποῖος θὰ βασίλευε στὴ χώρα του, θὰ γινόταν ὀνομαστός στὴ δόξα του καὶ θὰ φόνευε τὸν παπποὺ του. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Ἀκρίσιος ἀποφασίζει νὰ φυλακίσει τὴν κόρη του σὲ ὑπόγειο χάλκινο κελί ποὺ φτιάχνει στὴν αὐλὴ του, σὰν ὑπόγειο τάφο, παρουσία μιᾶς τροφοῦ. Ὁ Δίας ὅμως ποὺ ἐρωτεύεται τὴν πανέμορφη παρθένο, μεταμορφώνεται σὲ χρυςὴ βροχή καὶ εἰσχωρεῖ στὸ κελὶ της. Ἡ παρθένα δέχεται τὸ Δία στὸ ἱμάτιο της. Ἀπὸ τὴ βροχὴ παρουσιάστηκε ὁ θεὸς τῶν θεῶν. Ἀπὸ τὴν ἕνωση αὐτὴ προέκυψε ὁ Περσέας.

Ἡ συνέχεια τῆς ἱστορίας διαφέρει ἀπό ἀφηγητὲς καὶ ἀγγειογράφους. Σὲ μία ἀπὸ αὐτές, ὅταν ὁ Περσέας ἦταν τεσσάρων ἤ πέντε ἐτῶν παίζοντας μὲ μία μπάλα καὶ ἀναζητῶντας την, φωνάζει ἀπὸ χαρὰ μὲς τὸ παιχνίδι του. Ἔτσι τὸν ἀντιλήφθηκε ὁ παππούς του. Ὅταν ἐξαγριωμένος ζητᾶ νὰ μάθει τὸ πατέρα, ἡ Δανάη τοῦ ἀπαντᾶ «ὁ Δίας». Ἔτσι λοιπὸν ὁ Ἀκρίσιος σκοτώνει τὴν τροφὸ καὶ βάζει σὲ σεντούκι τὴ μητέρα καὶ τὸ νεαρὸ παιδὶ καὶ τὸ ρίχνει στὴ θάλασσα, ὥστε νὰ τοὺς καταπιοῦν καὶ τοὺς δύο τὰ νερά. Σὲ ἄλλη ἀφήγηση, ὁ παππούς ἀντιλαμβάνεται τὴ γέννηση τοῦ Περσέα ἀμέσως καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἔγκλιση τῆς μητέρας καὶ τοῦ νεογέννητου στὴ μικρὴ κιβωτὸ καὶ ἡ ἀπόρριψη τους στὰ νερὰ τῆς θάλασσας. Στὴ συνέχεια τὸ σεντούκι φθάνει στὴ Σέριφο, ὅπου τὸ συλλέγει ὁ Δίκτυς (ὁ ἄνθρωπος τῶν διχτυῶν) καὶ τὸ μετέφερε στὸν ἀδελφό του βασιλιά Πολυδέκτη. Ἀνόμοιοι ἀδελφοί, λέγαν μόνο ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα. Τὸ  ζευγάρι αὐτὸ ἀπαρτιζόταν ἀπὸ αὐτὸν ποὺ «ἔριχνε τὰ δίχτυα» καὶ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ «δεχόταν πολλά». Ὅτι εὕρισκε ὁ ἕνας τὸ ἔπαιρνε ὁ ἄλλος.

Ὁ ποιητὴς Σιμωνίδης ἀποδίδει τὴ προσευχὴ τῆς μητέρας μέσα στὸ σεντούκι στοὺς  στίχους του.  Ὁ Αἰσχύλος παρουσιάζει τὴ σκηνὴ τῆς διάσωσης τους ἀπὸ τὸν Δίκτυ. Ὅταν φώναξε ὁ Δίκτυς γιὰ βοήθεια δὲν παρευρέθησαν ψαράδες ἤ γεωργοί ἀλλὰ οἱ Σειληνοί : σύντροφοι τοῦ Διονύσου, μισοθεοί, μισοζῶα, ἄχρηστοι, δαίμονες τῶν ρεόντων ὑδάτων καὶ τῆς εὐφορίας τῆς γῆς, ζῶα ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω. Ὁ μικρὸς Περσέας γέλασε ὅταν τοὺς εἶδε μπρὸς στὰ ἔκπληκτα μάτια τῆς μητέρας του, σημάδι τῆς θειικῆς του καταγωγῆς.

 

Ὁ Περσέας καὶ ἡ Μέδουσα.

 

Κατὰ μία ἐκδοχή, ἡ Δανάη ζοῦσε στὸ παλάτι τοῦ βασιλιά, σὰ σκλάβα, καὶ ὁ Περσέας ἀποτραβήχτηκε στὸ ἱερὸ τῆς Ἀθηνᾶς (ὅπως καὶ στὴ σύλληψη τοῦ Περσέα, ἔτσι καὶ στὴ γέννηση τῆς Ἀθηνᾶς ἔπεσε χρυςὴ βροχή.). Ὑποστηρίχτηκε ἀπό ἄλλους μάλιστα,  ὅτι ὁ Πολυδέκτης τὴν εἶχε παντρευτεῖ. Κατὰ ἄλλη ἐκδοχὴ ἡ Δανάη καὶ ὁ γιὸς της συγκατοικοῦσαν μὲ τὸν Δίκτυ, στὴ φτωχική του καλύβα. Ὁ Πολυδέκτης, ποὺ ἤθελε τὴ Δανάη, προφασίστηκε ὅτι ἤθελε νὰ παντρευτεῖ τὴν Ἱπποδάμεια τοῦ Οἰνομάου καὶ ἔτσι ζητᾶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπηκόους του νὰ τοῦ φέρουν δῶρα. Κατὰ ἄλλην ἀφήγηση ζητᾶ ἀπὸ ὅλους ὡς δῶρο ἄλογα, κάτι ποὺ ὁ Περσέας δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ λόγω τῆς φτωχικῆς του ἀνατροφῆς.  Ἐν πάσῃ περιπτώσει ὁ Περσέας ὑπόσχεται νὰ τοῦ φέρει τή Γοργώ (ἤ κατ' ἄλλους τὴν κεφαλὴ της). Ὅπως καὶ νὰ  ἔχει, ὁ Πολυδέκτης δέχεται, σκεπτόμενος ὅτι ὁ νεαρὸς δὲν θὰ τὰ καταφέρει καὶ ἔτσι θὰ τὸν ξεφορτωθεῖ. Ὁ Περσέας ὅταν σκέφτεται τὴν προσφορὰ του καὶ τὴν πλήρη του ἀδυναμία νὰ τὴν πραγματοποιήσει, ἀποτραβιέται ἀποκαρδιωμένος. Τότε ἦταν ποὺ ἐμφανίστηκε ὁ Ἑρμῆς.  Ἤ ἦταν ἡ Ἀθηνᾶ πρώτη, ὅπως φαίνεται  ἀπὸ παραστάσεις παλιῶν καλλιτεχνῶν;  Κατὰ τὸν Αἰσχύλο («οἱ κόρες τοῦ Φόρκυνος»), συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν Ἀθηνᾶ πῆγε στὶς Ναϊάδες νύμφες. Αὐτὲς κατοικοῦσαν σὲ σπηλιά στὴ Σέριφο, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες σπηλιές σὲ ἄλλα μέρη. Αὐτὲς ἦταν ποὺ τοῦ δῶσαν τὰ φτερωτὰ σανδάλια, τὸ δισάκκιον («κύβισιν» - γιὰ νὰ βάλει μέσα τὸ κεφάλι τῆς Γωργοῦς) καὶ τὸ σκοῦφο («κυνέην») γιὰ νὰ εἶναι ἀόρατος, ἀπὸ ἕνα δῶρο ἡ καθεμιὰ τους). Ἀργότερα θὰ τοὺς τὰ ἐπέστρεφε πίσω ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἐπιτελέσει τὸ ἔργο του. Ἀπό τὸν Ἑρμῆ σὰν ὅπλο πῆρε τὸ χάλκινο δρέπανο («ἄρπη»).

 

Κατὰ τὰ ποιήματα τῆς «Θεογονίας» τοῦ Ησιόδου  καὶ τῆς «Ἀσπίδος τοῦ Ἡρακλέους»  (Ἀπολλόδωρος), ὁ Περσέας ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸν Ἑρμῆ καὶ τὴν Ἀθηνᾶ φθάνει στὴ χώρα ποὺ κατοικοῦσαν οἱ κόρες τοῦ Φόρκυνος καὶ τῆς Κήτους. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἄρχιζαν ἀδιάβατα δάση καί βροχοτόπια.  Ἡ χώρα τους ὀνομάζονταν Κισθένη, δὲν μποροῦσε νὰ τὴν πλησιάσει κανεὶς ἀπὸ τὰ ἀνατολικά. Ἦταν ἡ χώρα τῆς σκοτεινιᾶς στὴν ὁποία ἐξαφανίζονταν τὰ φῶτα τοῦ οὐρανοῦ, εἴτε ἀπὸ ἀνατολὴ εἴτε ἀπὸ δύση. Οὔτε ἡ Ἀθηνᾶ ἤξερε τὸ δρόμο γιὰ ἐκεῖ. Μόνο οἱ παλιότερες θεότητες τὸν γνώριζαν, ὅπως ἦταν οἱ Μοῖρες καί οἱ Γραῖες. Οἱ Γραῖες ἦταν τρεῖς, ἡ Ἐνυώ,  ἡ Πεφρηδώ καί ἡ Δεινώ. Αὐτές ἦταν τέρατα ποὺ ἀμέσως μετὰ τὴ γέννηση τούς ἔμοιαζαν μὲ γριές («γραῖες»). Εἶχαν ὅλες μαζὶ ἕνα μάτι καὶ ἕνα δόντι, ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσαν ἐκ περιτροπῆς. Αὐτὲς φυλοῦσαν βάρδια ἐνναλάξ, μιᾶς καὶ μοιράζονταν ἕνα μόνο μάτι. Ὁ Περσέας φορῶντας τὸν σκοῦφο παρέμενε ἀόρατος. Παραφύλαξε καὶ τὴν κατάλληλη στιγμὴ στὴν ἀλλαγὴ τῆς βάρδιας τους, τοὺς πῆρε τὸ μάτι. Τούς εἶπε πὼς θὰ τοὺς τὸ ἔδινε πίσω, μόνον ἄν τὸν ὁδηγοῦσαν στὶς γοργόνες τὶς ἀδελφὲς τους (Σθεινώ, Ἐρειάλη καὶ Μέδουσα), ὅπως καὶ  ἔγινε. Ἡ Μέδουσα ἦταν ἡ τρίτη ἀδελφὴ καὶ ἡ μόνη θνητὴ ἀνάμεσα τους (τὸ ὄνομα Μέδουσα σήμαινε κυρίαρχος, -θηλυκό τῆς μετοχῆς μεδέων τοῦ μέδω (=ἄρχω) ἀντί τοῦ μεδέουσα.). Ἦταν ἔγκυος ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα καὶ στὴν κοιλιὰ της κυοφοροῦσε τὸν Πήγασο καὶ τὸν Χρυσάωρα. Ὁ νεαρὸς Περσέας ὁδηγούμενος ἀπὸ τὶς Γραῖες, ἔφτασε στὴ σπηλιὰ ποὺ ἔμεναν οἱ γοργόνες. Ὅπως καὶ οἱ ἀδελφὲς τους, ἔτσι καὶ αὐτὲς ἦταν τερατώδεις στὴν ὄψη. Οὔτε ἥλιος οὔτε φεγγάρι τὶς ἔβλεπε ποτέ. Στὰ μαλλιὰ τους εἶχαν φίδια, εἶχαν δόντια μακριὰ καί σουβλερὰ σὰν τοὺς χαυλιόδοντες τῶν ἀγριόχοιρων, χάλκινα χέρια καὶ χρυσὰ φτερά. Φαίνεται ὅτι παρομοιάζονταν μὲ τὰ σκοτεινὰ σύννεφα στὸν ὁρίζοντα τῆς θάλασσας, ποὺ κρύβουν τὸ φῶς. Ἡ νίκη τοῦ Περσέα λοιπόν, εἶναι ἡ νίκη τῶν θεῶν τοῦ φωτός ἔναντι τῶν δαιμόνων τῶν καταιγίδων καὶ τοῦ σκότους.

 

Ἔπιασε στὸν ὕπνο τὶς Γοργόνες.  Ὅταν λοιπὸν ὁ Περσέας πλησίασε τὴ Μέδουσα, χωρὶς νὰ τὴν κοιτάει (ὅποιος τὴν κοίταζε πέτρωνε) καὶ ψηλαφῶντας μὲ τὰ χέρια του τὸ λαιμὸ της καὶ καθοδηγούμενος ἀπὸ τὴ λαμπερὴ ἀσπίδα πού τοῦ εἶχε δώσει ἡ Ἀθηνᾶ, τῆς κόβει τὸ κεφάλι μὲ τὸ δρέπανο (ἄρπη). Ἀπὸ τὸ λαιμὸ τῆς Μέδουσας ξεπήδησαν τὸ ἄλογο ὁ Πήγασος (τὸ ἄλογο τῆς βροντῆς, ἡ ὁπλὴ τοῦ ὁποίου προκαλεῖ τὴν ἀνάβλυση τῶν οὐρανίων ὑδάτων) καί ὁ Χρυσάωρ (χρυςὸς + ἄωρ = σπαθί, Χρυσοσπάθης, ἥρωας τῆς ἀστραπῆς). Στὴ συνέχεια βάζει τὸ κεφάλι της στὴ κύβιση. Ἐν τῷ μεταξὺ ξυπνοῦν οἱ ἀδελφὲς της, ὅμως ὁ Περσέας φόρεσε τὴν κυνέα καὶ ἀόρατος καλυπτόμενος ἀπὸ σκοτάδι πέταξε μὲ τὰ φτερωτὰ σανδάλια μακριά, γλυτώνοντας ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες γοργόνες ποὺ τὸν καταδίωκαν.

Ἡ ἐπιστροφή.

 

Στὴν ἐπιστροφὴ του, συναντᾶ στὴν Αἰθιοπία καί σώζοντας την, φέρνει μαζί του τὴν Ἀνδρομέδα (λεπτομέρειες στὴν Κασσιόπη) καὶ μαζὶ της ἐπιστρέφει στὴ Σέριφο. Ἐκεῖ σὰν ἐκδίκηση, δείχνει τὸ κεφάλι της στὸν Πολυδέκτη καὶ τοὺς παρευρισκομένους. Αὐτοὶ μαρμάρωσαν, ὅπως καὶ τὸ νηςὶ ὁλόκληρο (ἡ Σέριφος ἀνήκει στὰ πετρονήσια τοῦ Ἀρχιπελάγους). Δώρισε τὸ «γοργόνειο» στὴν Ἀθηνᾶ, ποὺ ἀπό τότε ἡ θεὰ τὸ φοροῦσε στὸ στῆθος της. Τὰ σανδάλια, τὴν κίβισι καὶ τὸ σκοῦφο τὸν παρέδωσε καὶ πάλι στὶς Νῦμφες. Ἔκανε βασιλιὰ στὴ Σέριφο τὸν Δίκτυ καὶ ἐπέστρεψε στὸ Ἄργος μὲ τὴν Ἀνδρομέδα καὶ τὴ Δανάη. Στὸ Ἄργος δὲν βασίλευε ὁ Ἀκρίσιος. Φοβούμενος τὸν χρησμό, ἐγκατέλειψε τὸ Ἄργος καὶ εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴ Λάρισσα τῆς Θεσσαλίας. Ὁ Περσέας ζήτησε συμφιλίωση μὲ τὸν Ἀκρίσιο καὶ πῆγε καὶ τὸν βρῆκε στὴν Θεσσαλία. Ἐκεῖ στὴν ἑορτὴ εἰρήνευσης οἱ νεαροὶ ἔριχναν τὸ δίσκο. Ὁ Περσέας δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθεῖ καὶ πέταξε καὶ αὐτὸς τὸ δίσκο ποὺ ὅμως ἀπὸ λάθος ἄν καὶ πέτυχε στὸ πόδι τὸν Ἀκρίσιο, ἐντούτοις τὸ χτύπημα ἦταν τελικὰ θανατηφόρο. Ἀπογοητευμένος τελικὰ ἐπέστρεψε στὸ Ἄργος, ὅμως ἀπὸ λύπη δὲν ἀνέλαβε τὸ Ἄργος ἀλλὰ ἀντάλλαξε μὲ τὸν Μεγαπένθη τὰ βασίλεια. Ἔτσι ὁ Μεγαπένθης ἀνέλαβε τὸ Ἄργος καὶ ὁ Περσέας τὴν Τύρινθο.

 

Ἐπίλογος.

 

Ἦταν τόση ἡ λάμψη τοῦ ὀνόματος τοῦ ἥρωα Περσέα, ποὺ οἱ Μυκηναῖοι ξεχνώντας τὴν ἡρωίδα Μυκήνη (θυγατέρα τοῦ βασιλιὰ Ἰνάχου τοῦ Ἄργους καὶ σύζυγος τοῦ Ἀργείτη ἥρωα Ἀρέστορα), τὸν ἀνακηρύξαν ἱδρυτὴ καὶ ἥρωα τους. Γιὰ νὰ συνδέσουν μάλιστα τὸ ὄνομα τῆς πόλης τους μὲ τὸν Περσέα, διηγιόνταν ὅτι κάποτε ποὺ ὁ ἥρωας χρειάστηκε νὰ τραβήξει τὸ σπαθὶ του, ἀπὸ αὐτὸ ἔλειπε ἡ αἰχμὴ του («μύκης» - μυκῆνες), ἔτσι ἵδρυσε τὶς Μυκῆνες. Σὲ ἄλλη ἱστορία, διηγοῦνται πὼς ὁ ἥρωας διψασμένος ξερίζωσε ἕνα μανιτάρι («μύκης») καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνάβλυσε πηγὴ μὲ νερὸ καὶ ἀπὸ μεγάλη χαρὰ ἵδρυσε τίς Μυκῆνες.

 

Ἀκόμα θεωρεῖται γενάρχης μεγάλης δυναστείας, αὐτῆς τῶν Περσῶν. Ἡ Ἀνδρομέδα λοιπὸν εἶχε ἀπὸ πρὶν ἕνα γιό, τὸν Πέρση, γενάρχη τῶν Περσῶν βασιλέων (ὁ Πέρσης παρέμεινε στὴν Ἀσία κοντὰ στὸν Κηφέα μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν γονέων του στὴν Ἑλλάδα), ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ Πέρσες ὑποστήριζαν γιὰ τὶς ἀξιώσεις τους ἐπὶ τοῦ ἐδαφῶν τῶν Μυκηνῶν καί τῶν Ἑλληνικῶν ἐν γένει πόλεων.

Στὶς ἀναζητήσεις ποὺ ἐμπεριέχει ἡ ἐνασχόληση μου μὲ τὴν φωτογράφηση τοῦ «βαθέος οὐρανοῦ»,  μοῦ ἔλειπε ἡ συνοδεία τῆς μουσικῆς, αὐτῆς ποὺ βιωματικὰ ἔχει ἐνσωματωθεῖ μέσα μου. Ἔτσι ἀποφάσισα νὰ συμπληρώνω τίς ἀστροφωτογραφίες μου, μὲ τὴν μουσικὴ μου. Ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2016 σὰν ἀφετηρία λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸ Flaming Star Nebula παρουσιάζω τὸ Floydish Pulsar, σὰν πρώτη μου μουσικὴ σύνθεση (σύνθεση, ἐκτέλεση καὶ παραγωγὴ ἀπὸ ἐμένα), μὲ ἔμπνευση πάντα ἀπὸ αὐτὲς τὶς εἰκόνες.

 

Ἀκολουθοῦν δύο ἀκόμα μουσικὲς ἀναπολήσεις ποὺ ὁλοκληρώνουν τὴν ἀρχικὴ τριλογία, Parallel  Worlds I καί Dancing Stars I ποὺ περιγράφουν μία ἀτέρμονη καὶ χωρὶς προφανῆ λόγο περιήγηση στὸ χωροχρόνο.

© 2015 by Theodore Kavourinos, Athens, Greece

Ἐπισκέψεις
Ἐπισκέπτες
bottom of page